Πρωτοχρονιά στην άκρη του κόσμου (μου)





Φάνταζε σαν όνειρο, αλλά τελικά ήταν αλήθεια. Αν και όλο το σύμπαν είχε συνωμοτήσει για να με δυσκολέψει τα κατάφερα.

Μια περίπου ώρα πριν την αλλαγή του χρόνου, μέσα στο δυνατό παγωμένο αέρα, που σήκωνε και πέτρες, μαυροφορεμένη και ... βαριά ντυμένη πάλευα να σταθώ όρθια μπροστά στον φάρο στην άκρη του νησιού, στο κάβο της Κυράς.

Διάλεξα ένα σημείο που να με προστατεύει ο όγκος του φάρου από τον δυνατό βοριά, αλλά να μπορώ να κοιτώ ταυτόχρονα την ανατολή και τη δύση. Δεν ήθελα βλέπετε να χάσω ούτε τη σκιά του γερασμένου  χρόνου, που θα ΄φευγε σκυφτός για τη δύση ούτε την κορμοστασιά του νεαρού που θα έκανε την εμφάνιση του υπέρλαμπρος από την ανατολή.  Αλλά δεν ήθελα να χάσω και ό,τι άλλο θα συνέβαινε εκείνο το μαγικό βράδυ.

Γιατί ήξερα ότι θα συνέβαιναν πολλά.

Άλλωστε δε βρέθηκα τυχαία εκεί. Ναι, ήταν κρυφή επιθυμία μου αλλά είχα λάβει μια πρόσκληση να είμαι στο σημείο αυτό γι΄αυτό κι έκανα τα αδύνατα δυνατά για να τα καταφέρω. 

Πριν λίγες μέρες, θα ΄ταν παραμονή Χριστουγέννων, εκεί που διάβαζα παραμύθια για παγανά και καρκατζέλια έκλεισα τα μάτια μου και τα φαντάστηκα πώς ξεκινούν για το ταξίδι στον απάνω κόσμο, ακολουθώντας τις μυρωδιές των γλυκών και των φαγητών που οι νοικοκυράδες τέτοια μέρα ετοίμαζαν για το γιορτινό τραπέζι.

Να τα, αφήνουν απογοητευμένα κάτω τις πριόνες τους μιας και δεν μπορούσαν πλέον να αντισταθούν, όσο κι αν το πάλευαν, στις νοστιμιές που μύριζαν αλλά και στην αιώνια μοίρα τους που τα σπρώχνει κάθε τέτοια μέρα ν΄ αφήνουν τον αιώνιο σκοπό τους λίγο πριν το τέλος και να φεύγουν.
Μαζεύονται ομάδες ομάδες και σκαρφαλώνουν τα κλαδιά του δέντρου που λίγο ακόμα και θα έπεφτε και βγαίνουν από τρύπες ανάμεσα από βράχια σε ερημιές και μεγάλες κουφάλες γερασμένων δέντρων. Βράδυ, μεσάνυχτα για πρώτη φορά ξεμυτούν την ώρα που γεννήθηκε ο Χριστός και αντί για αστέρι, βάνουν οδηγό τη μύτη τους και πλησιάζουν χωριά και πολιτείες ή ξέμακρα σπίτια στην εξοχή και μύλους που έχουν ξεμείνει οι μυλωνάδες εκεί.

Γυρνοβολάνε στα σοκάκια, κρυφοκοιτούν και ψάχνουν να βρουν πόρτα ανοιχτή και παραθύρι ξεχασμένο να μπουν σαν σκιές όταν σβήσουν τα φώτα και να μαγαρίσουν το νοικοκυριό. Να δαγκώσουν κάθε γλύκισμα, να αφήσουν τα σημάδια τους στα ψητά, να σκορπίσουν τη στάχτη από τις γωνιές, να σημαδέψουν τα Χριστόψωμα και αφού χορτάσουν γεύση και αταξία, λίγο πριν ο πετεινός λαλήσει τρίτη φορά να γυρίσουν να λουφάξουν στις τρύπες και στις κουφάλες τους.

Μη τα δει το φως του ήλιου μονάχα γιατί τότε καίγονται και εξατμίζονται και δε μένει παρά μια στήλη μαύρου καπνού στη θέση τους να ανεβαίνει αργά αργά προς τα πάνω και να χάνεται στον ουρανό. Αυτά κάνουν μέχρι τη μέρα τα Φώτα που όταν με το ξημέρωμα ακούνε τους παπάδες με την αγιαστούρα, καταλαβαίνουν ότι οι γιορτές και οι μέρες των γλυκών τελειώσανε και φεύγουνε τρεχάτοι για τον κάτω κόσμο τους. Για να βρουν εκεί το δέντρο που πελεκούσαν ένα χρόνο θεόρατο και γερό να τους κοιτά υποβλητικό και με σκυμμένο το κεφάλι να αρπάζουν πάλι τα πριόνια και να ξεκινούν.

Να έτσι τα φαντάζομουν εκείνο το βράδυ όταν ξαφνικά η σκέψη με οδήγησε στα βράχια του Λευκάτα Εκεί λοιπόν καθώς πρόβαλαν τα παγανά πίσω από τα κοφτερά του βράχια, ήτανε μια Κυρά με ένα αέρινο λευκό φουστάνι που επέβλεπε την έξοδο και τις κινήσεις τους σιωπηλά, χωρίς να μιλά, απλά με νεύματα του χεριού της. Κι εκείνα καταλάβαιναν και δε μίλαγαν παρά υπάκουαν ταπεινά τις υποδείξεις της.

Μα τι αλλόκοτα παιχνίδια παίζει η σκέψη;  Ποτέ ξανά στα παραμύθια και τους μύθους δεν είχα ακούσει για μια Κυρά που διαφέντευε τα καρκατζέλια. Ποια να ΄ταν άραγε; ....

Μα φυσικά ποια θα μπορούσε να ΄ταν στον Κάβο της Κυράς; Η Κυρά! Η Σαπφώ.
Η αρχαία ποιήτρια του έρωτα ή για τη Λευκάδα η βασίλισσα της Χοντριάδας, λίγο παρακάτω στην Εξάνθεια. Φυσικά αυτή θα ήταν. Ησύχασε η σκέψη για λίγο και έμειναν όλες οι φιγούρες της ακίνητες σαν παγωμένες, εκτός από την Κυρά, που γύρισε και με κοιταξε δυνατά στα ματιά.

"Άκου", μου είπε,
"Την ώρα που ο γέροντας χρόνος θα βαδίζει με αργά βήματα πάνω από τη θάλασσα προς τη δύση, και ο νέος θα μπαίνει ντυμένος στα χρυσάφια από την ανατολή, να 'σαι εδώ, στο σπίτι μου."

Το βλέμμα της αυστηρό, διαπεραστικό, αλλά δεν με φόβιζε. Μέσα του διέκρινα μια φευγαλέα ματιά καλοσύνης, μια αύρα θετική που με έπεισε να κάνω τα αδύνατα δυνατά να είμαι  εκεί, όπως μου είπε η Κυρά.

Και να λοιπόν τώρα μια εβδομάδα μετά ήμουν εκεί και περίμενα.
Ο αέρας χαλάει τον κόσμο και η παγωνιά τρύπαγε τα κόκαλά μου αλλά εγώ εδώ περίμενα να δω τις σκιές να εμφανίζονται

Είδα πρώτα εκείνα να εμφανίζονται από το γκρεμό δυτικά εκεί που το Ιόνιο χτυπούσε αλύπητα τα το γκρίζο των βράχων και "ο βράχος και το κύμα" του ποιητή της Μαδουρής, έπαιρνε σάρκα και οστά και ζωντάνευε.

Ήταν μικρά, κοντά, παρδαλά και παράξενα, με αυτιά πεταχτά, με μύτες μεγάλες και μάτια πράσινα λαμπερά ορθάνοιχτα. Φοράγανε μαύρα κουρέλια που σέρνονταν στο χώμα. Μαζεύτηκαν στο βόρειο τμήμα του φάρου και έφκιασαν ένα κύκλο. Δε φάνηκε να με είχαν δει και πλησίασα από τη μεριά της ανατολής που ΄κοβε λίγο ο αέρας να παρατηρήσω καλύτερα τα δρώμενα.

Ήταν εκεί η Κυρά, στη μέση του κύκλου. Πώς δεν την είχα δει νωρίτερα. Σα να γεννήθηκε η μορφή της εκείνη  τη στιγμή από ένα ξεχασμένο πετραδάκι και να θέριεψε ξαφνικά σε πανώρια Κυρά. Δε μιλούσε, όπως τότε στη σκέψη μου, μόνο με νεύματα έδωκε εντολή στους καλικάντζαρους και εκείνοι δεν έφυγαν για τα χωριά αλλά έβγαλαν από τις τσέπες τους κάτι μικρά τυμπανάκια που σε ένα λεπτό μεγάλωσαν και άρχισαν να χτυπούν ρυθμικά, χωρίς να χαλάσουν τον μεγάλο κύκλο ένα θλιβερό σκοπό, μονότονο. Χτυπούσαν με δύναμη μεγάλη τα τύμπνανα τους με τα μικρά τους χεράκια που άξαφνα φάνταζαν σφυριά βαριά και γύρω ο τόπος αντηχούσε τον πονεμένο ήχο μέχρι που είδα από τη θάλασσα να βγαίνουν κάτι λευκά τεράστια πουλιά με πρόσωπο ανθρώπου και ήρθαν πάνω από τον κύκλο και στέναζαν χορεύοντας ένα παράξενο χορό.

Να ΄ταν οι ψυχές που χάθηκαν στα βάθη των αιώνων στα κοφτερά βράχια;
Δεν ξέρω.

Η κυρά είχε χαθεί και την ένιωσα ξαφνικά δίπλα μου. Τρόμαξα, μα εκείνη χαμογέλασε και μου είπε:

Απ΄ ότι δεις και ακούσεις με το στόμα δε θα πεις. Θα τα πεις αλλά όχι με φωνή. Δεν είναι για τους ανθρώπους δα σημαντικό, αλλά για μας τα πλάσματα του μύθου είναι. Κάθε ώρα που ο παλιός φεύγει και νέος έρχεται για μας τα πλάσματα του ονείρου είναι ιερή. Κι εδώ στον κάβο του Απόλλωνα είναι το κατάλληλο μέρος για αποχαιρετισμούς και καλωσορίσματα. Διάλεξα εσένα όχι γιατί η ψυχή σου είναι αγνή, αλλά γιατί απ όλα τα καλά των γιορτών εσύ διαλέγεις να σκέφτεσαι τα παγανά. Ίσως κάποτε να ΄σουν ένα από δαύτα και αυτό σε κάνει "δική μας". Και γιατί τώρα εδώ σε αυτόν τον τόπο μπορείς αν θέλεις να πεις τι και πώς στη ζωή σου θες και να αποφασίσεις για τα καλά και τα άσχημα. 

Ένιωσα το άγγιγμα της στα μαλλιά μου που τα ΄χε σηκώσει ο άνεμος ολόρθα και την είδα να γυρνά στο μαγικό κύκλο και να γίνεται κι εκείνη λευκό πουλί, να βγάζει φτερά και να πετά.

Κι άξαφνα μια μεγάλη σκιά κουρασμένη και σκυφτή ανασηκώθηκε από τη γη κι έγινε γιγάντια κι έβαλε στον ώμο της ένα μεγάλο σακί, γεμάτο, που σα ζωντανό κουνιόταν και φώναζε ακαταλαβίστικες λέξεις πονεμένες. Ήταν λέει οι πόνοι και τα πάθη των ανθρώπων που έπαιρνε ο γερό χρόνος μαζί του κάθε φορά, για να αφήσει στο νέο τα καλά, και τα άγια,  μα εκείνα ποιος ξέρει πως κάθε φορά το ΄σκαγανε από το σακί και ξαναγυρνούσαν στη γη γιατί τα πάθη κι ο πόνος των ανθρώπων δεν τελειώνουν ποτέ.

Τα πήρε η γέρικη σκιά και πέταξε πάνω από τον κύκλο και τα λευκά πουλά και τη πανώρια Κυρά και βόγγιξε δυνατά και αφέθηκε πάνω από το πέλαγος να ισιώσει και να γίνει θεόρατη σκιά σκυφτή που με βήματα αργά μαύρισε τη θάλασσα μέχρι που χάθηκε στα βάθη της δύσης και τίποτα δεν έμεινε από κείνη.

Και τότε από την ανατολή φάνηκε ένα φως χρυσό και ο ρυθμός στα τύμπανα άλλαξε και τα πουλιά άλλαξαν το πέταγμά του κι ανέβηκαν ψηλά και χόρευαν γρήγορα και ζωηρά κι ο ήχος της μουσικής φάνηκε σαν εμβατήριο ένδοξο και  ζωηρό και χαρούμενο.

Κι ένας νέος πανώριος φάνηκε να έρχεται καβάλα σε ένα λευκό άτι με δυο κεφάλια και φτερά και χαμογελούσε σέρνοντας πίσω τους λευκές κορδέλες κι ακολουθούσαν πίσω άγγελοι με φτερά πολύχρωμα σαν εξωτικά πουλιά και έριχναν λευκά πέταλα στον κόσμο που μόλις ακουμπούσαν τη γη έλεγαν λέξεις καρδιάς. ΑΓΑΠΗ     ΕΛΠΙΔΑ     ΧΑΡΑ    ΓΕΛΙΟ    κι όλα τα καλά του κόσμου έπεσαν εκεί με χαμόγελο γλυκό και δύναμη μεγάλη κι η πλάση όλη γιόρταζε κι ήταν σε να ξημέρωσε μα ήταν μεσάνυχτα.

Κι εγώ χαμογελασα και σκέφτηκα έτσι πρέπει να είναι κάθε αλλαγή του χρόνου παντού στον κόσμο.

Η Κυρά υποδέχτηκε με ένα φιλί τον νεαρό Χρόνο και του ΄δωκε ένα ρόδι να κρατά. Το πήρε και το πέταξε με δύναμη μεγάλη και σκόρπισαν τα σπόρια του σ΄ όλο τον κόσμο με την ελπίδα να φέρουν το καλό.

Η Κυρά μου χαμογέλασε και χάθηκε σαν όνειρο το ξημέρωμα.

Κι οι καλικάντζαροι πήραν το δρόμο για τα χωριά και τις σκανταλιές τους και τα λευκά πουλιά με ανθρώπου πρόσωπο γύρισαν στη θάλασσα κι ο νέος χρόνος συνέχισε το ταξίδι του στη γη.

Κι απόμεινα μονάχη και εφυγα μετά από λίγο και γύρισα στη ζεστασιά του κρεβατιού μου έχοντας νιώσει δυνατά την αλλαγή του χρόνου.



Κι όλα αυτά δεν είναι παρά ένα παραμύθι. Για Καλή χρονιά και Χρόνια πολλά και υγεία και αγάπη και ελπίδα κι  όλα τα καλά.

Χρόνια πολλά! Καλή Χρονιά από μένα τη Χρυσούλα και το Λευκάδα η πατρίδα μου, 

Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου